- κεκρατημενως
- κεκρατημένωςκεκρᾰτημένωςярко, выразительно
(ὑπογράφειν τι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὑπογράφειν τι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κεκρατημένως — (Α) επίρρ. 1. με εξουσιαστικό τρόπο, δυναμικά, έντονα, σθεναρά 2. θετικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρατημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κρατῶ «εξουσιάζω»] … Dictionary of Greek
κεκρατημένως — in a masterly manner indeclform (adverb) κρατέω to be strong perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)